Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Του καθηγητού Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου: Ἡ εὐθύνη τῶν ἱερέων γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία


...ὅπως ὀρθότατα ἁρμόζει κάθε τιμὴ καὶ σεβασμὸς σὲ κάθε βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, ὡς ὑπέρτατο ἀξίωμα καὶ διακόνημα, ἀνώτερο καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως κατὰ τοὺς Ἁγίους, ἔτσι πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἡ ἀνάλογη εὐθύνη στοὺς ἱερεῖς ποὺ κατέχουν αὐτὸ τὸ ὑπέρτατο ἀξίωμα




(Ο ΜΟΙΧΕΠΙΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΛΑΠΠΑΣ ΠΡΟΣΚΥΝΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΩΝΑ ΤΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΙΚΑ )
Εἶναι γνωστὸν πᾶσι τοῖς παροικοῦσι τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅτι τὸ ποίμνιο, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκατήχητος καὶ στερεῖται πραγματικοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως κατήχησης εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ ὑγιοῦς ὀρθοδόξου φρονήματος καὶ τῆς κατανοήσεως τῆς πίστεως ὡς ὑπερτάτου ἀγαθοῦ. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ χρησιμοποιεῖται τόσο ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὶς αἱρετικές τους πρακτικές, ὅσο κι ἀπὸ τοὺς ἀντιοικουμενιστὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἄρνησή τους νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἀπολύτως ἀναγκαία ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως. Τὸ ποίμνιο φέρει φυσικὰ τὴν δική του μεγάλη εὐθύνη γι’ αὐτήν του τὴν κατάσταση. Ἀλλ’ ὅμως, ταυτόχρονα, εἶναι πασιφανὴς ἡ τεράστια εὐθύνη τῶν ἱερέων κάθε βαθμοῦ —ἀλλὰ καὶ κάθε ρασοφόρου ποὺ ἀπολαμβάνει τιμές— γιὰ τὴν σημερινὴ τραγικὴ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν σχεδὸν παντελὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν κατακερματισμένη ἑνότητα τῶν ἀντιμαχούντων αὐτήν.

Διότι ὅπως ὀρθότατα ἁρμόζει κάθε τιμὴ καὶ σεβασμὸς σὲ κάθε βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, ὡς ὑπέρτατο ἀξίωμα καὶ διακόνημα, ἀνώτερο καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως κατὰ τοὺς Ἁγίους, ἔτσι πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἡ ἀνάλογη εὐθύνη στοὺς ἱερεῖς ποὺ κατέχουν αὐτὸ τὸ ὑπέρτατο ἀξίωμα —ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ρασοφόρο— καὶ ἀπολαμβάνουν αὐτὴν τὴν τιμὴ καὶ τὸν σεβασμό, εὐθύνη ποὺ δὲν ἀπαιτεῖται τόσο ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅσο ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν ἴδιο. Ὡς ἀπόδειξη τῶν λεγομένων αὐτῶν θὰ χρησιμοποιηθοῦν στὸ κείμενο αὐτὸ ὡς πηγὴ δύο Ἅγιοι, ποὺ μὲ τοὺς λόγους τους ἀνέδειξαν καὶ κατοχύρωσαν τὸ ἀληθὲς τῶν παραπάνω: Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης.
Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ στὴν ἀκόλουθη ἀναφορὰ νὰ μὴν ἀσχοληθῶ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές. Διότι εἶναι ἡλίου φαεινότερον, ὅτι αὐτοί, ὡς ὑποστηρικτὲς καὶ ἀκόλουθοι τῆς αἱρέσεως, ξέχασαν (ἢ δὲν θέλουν νὰ θυμοῦνται) ποιές ἀρετὲς καὶ ποιά στάση ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερέα. Αὐτοὶ δὲν ἀσχολοῦνται, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι, μὲ τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸν ἑκάστοτε αἱρετικὸ ἐπίσκοπο καὶ μὲ τὰ ἀνάλογα προνόμια καὶ ὀφέλη, ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει. Αὐτοὶ ἀντὶ νὰ βοηθήσουν τὸν ἐναγωνίως ἀναζητοῦντα τὴν σωτηρία σύγχρονον καὶ ἀπελπισμένο ἄνθρωπο, προσφέροντας του τὴν σωτήρια λύση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν βυθίζουν πιὸ πολὺ στὸν ὑπαρξιακὸ καὶ πνευματικὸ βοῦρκο του, γιατὶ ἔτσι ἀναδεικνύονται οἱ ἴδιοι.
Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τοὺς ἱερεῖς κάθε βαθμοῦ καὶ τοὺς ρασοφόρους πού, ἐξακολουθώντας νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς ἀναλογούμενες τιμές, ὑποτίθεται ὅτι ἐναντιώνονται στὴν αἵρεση χαρτοπολεμώντας καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ τὸ ἔρεβος τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς πλάνης καὶ ἡ φοβέρα καταπλάκωσε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἐλπίζουν ἢ πείθονται πεισματωδῶς ἐπ’ ἄρχοντας καὶ ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, ἀντὶ ἐπὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ τονίσω ὄχι τὶς αὐτονόητες ἀρετὲς ποὺ ἀπαιτοῦνται κατὰ τοὺς παραπάνω Ἁγίους ἀπὸ ἕναν ἱερέα ἀνεξαρτήτως βαθμοῦ καὶ ρασοφόρου ποὺ ἀπολαμβάνει τιμές, ἀλλὰ αὐτὲς ποὺ προστατεύουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ —ὄχι τὸν δικό τους— ἀπὸ τὴν αἵρεση.
Λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγ. Ἰωάννης ὡς πρώτη καὶ μεγίστη ἐντολὴ γιὰ τοὺς ἱερεῖς: «Καίτοι δέ, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ (σσ. ὁ Κύριος) πρὸς αὐτόν (σσ. τὸν Πέτρο), ἂν μὲ ἀγαπᾶς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στὴ γῆ, κάνε συχνὲς ἀγρυπνίες, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικουμένους, γίνε πατέρας τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν καὶ σύζυγος τῆς μητέρας αὐτῶν, ὅμως, ἀντὶ αὐτῶν τί λέγει; Ποίμανε τα πρόβατά μου“… Πράγματι, ὁ ποιμένας ὁ ὁποῖος ἔχει χάσει πρόβατα, ἢ ἀπὸ διαρπαγὴ λύκων ἢ ἀπὸ κλοπὴ ληστῶν, ἢ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη τυχαία αἰτία, μπορεῖ νὰ τύχει τῆς συγγνώμης τοῦ κυρίου τῆς ποίμνης, σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ἤγετο σὲ δίκη, ἡ σοβαρότερη ζημία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ θὰ ἦταν ἡ καταβολή χρηματικοῦ προστίμου. Ἀντίθετα, ὁ ἐμπιστευμένος τὴ φύλαξη ἀνθρωπίνων ψυχῶν, τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, κατ᾿ ἀρχὴν μὲν ἀποπληρώνει τὴν ἀπώλεια τῶν προβάτων ὄχι μὲ χρηματικὸ ἀντίτιμο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅπως καὶ ὁ ἀγώνας του εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυσμενέστερος, ἀφοῦ ἡ μάχη του δὲν διεξάγεται ἐναντίον λύκων, οὔτε κατὰ ληστῶν, οὔτε φροντίζει γιὰ τὴν ἐξάλειψη κάποιας ἀσθενείας ἀπὸ τὴν ποίμνη του. Πρὸς ποίους ὅμως γίνεται ὁ πόλεμος καὶ μὲ ποίους διεξάγεται ἡ πάλη; Ἄκου τὸν μακάριο Παῦλο, ὁ ὁποῖος λέγει: Ἡ πάλη μας δὲν εἶναι κατὰ τοῦ αἵματος καὶ τῆς σάρκας, ἀλλὰ κατὰ τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐξουσιῶν, κατὰ τῶν κοσμοκρατόρων τοῦ σκότους τῆς ἐποχῆς μας, κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ οὐρανοῦ (Λόγος δεύτερος περὶ ἱερωσύνης).
Ὁ δὲ ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ἡ κατὰ τὸν Μ. Φώτιο «μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας», προσθέτει στὰ παραπάνω μιλώντας γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο: «Ἂν ἀγνοώντας ὁ Εὐσέβιος τοὺς χειροτόνησε, θὰ ἔχει μέτρια ἀπολογία "ἐν ἀγνοίᾳ". Ἂν ὅμως, ὅπως λές, γνωρίζοντάς το πάρα πολὺ καλά, παρέδωσε τὸ ποίμνιο (γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστός ἔχυσε τὸ αἷμα του) σὲ λύκους (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν, σὲ σκυλιά (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ ἀσελγήσουν καὶ σὲ ἀλεποῦδες (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἀφανίσουν μὲ δόλο, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει τί νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς τόσες ἁμαρτίες. Κι αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιατὶ θὰ εἶναι ἀνεύθυνοι ἐκεῖνοι καὶ δὲν θὰ κριθοῦν, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸς ποὺ παρέχει τὰ σπέρματα τῶν ἁμαρτημάτων θὰ τιμωρηθεῖ πολὺ περισσότερο... Τότε τὸ ποίμνιο δὲν θὰ θεωρήσει αξιόπιστο τὸν διδάσκαλο αὐτὸν ποὺ δὲν πράττει τὰ δέοντα. Πρέπει λοιπὸν ὁ ποιμένας νὰ ἀστράφτει καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα. Γιατὶ λέει ὁ Χριστὸς "Ὅποιος πράττει καὶ διδάσκει, αὐτὸς θὰ ὀνομαστεῖ μέγας στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐὰν τὸ πράττειν σημαίνει μόνο τὴν διδαχή, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι δὲν θὰ εἶχε προστεθεῖ τὸ δεύτερο (P.G. 78, 672-673).
Μὲ τὰ παραπάνω λόγια ἀποδεικνύουν οἱ Ἅγιοι πασιφανέστατα, ὅτι πρώτιστο καθῆκον τοῦ ἱερέα, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο μέχρι τὸν διάκονο, καὶ φυσικὰ τοῦ κάθε ρασοφόρου ποὺ ἐπιτελεῖ πνευματικὸ ἔργο —καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπολαμβάνει τὶς ἀνάλογες τιμές— εἶναι ἡ ποίμανση καὶ προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπὸ οἱονδήποτε κίνδυνο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ, πρωτίστως τὴν αἵρεση. Στὴν ἐπισήμανση τους οἱ Ἅγιοι δὲν χρησιμοποιοῦν ὅρους, ὅπως «ἄχρι καιροῦ» κλπ, ποὺ χρησιμοποιοῦνται συλλήβδην σήμερα. Ἀντιθέτως ὑπενθυμίζουν σὲ ὅλους, ὅτι, ἂν οἱ λαϊκοὶ φέρουν εὐθύνη καὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, οἱ ἱερεῖς φέρουν μέγιστη εὐθύνη καὶ θὰ πρέπει νὰ τρέμουν μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ψυχὴ ποὺ χάθηκε, ἐπειδὴ αὐτοὶ ὀλιγώρησαν.
Καὶ ξανὰ ὁ χρυσορρήμων ἅγ. Ἰωάννης: «Διότι ἂν ἕνα καὶ μόνο πιστὸ σκανδαλίσει ὁ ἐπίσκοπος, τὸν πιὸ ἀσήμαντο ὅλων, συμφέρει σ᾿ αὐτὸν νὰ τοῦ δεθεῖ μυλόπετρα στὸν τράχηλό του καὶ νὰ καταποντισθεῖ στὴ θάλασσα· καὶ ἂν ἐπίσης ὅσοι προσβάλλουν τὴ συνείδηση τῶν ἀδελφῶν διαπράττουν ἁμάρτημα κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τότε τί πρόκειται νὰ πάθουν καὶ ποιά καταδίκη θὰ λάβουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στάθηκαν αἴτιοι ἀπωλείας ὄχι μόνο ἑνὸς καὶ δύο καὶ τριῶν πιστῶν, ἀλλὰ τόσου πλήθους; Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὴν ἀπειρία, οὔτε τὴν ἄγνοια, οὔτε νὰ προβάλει ὡς δικαιολογία κάποια μεγάλη ἀνάγκη ἢ ἐνδεχόμενη βία. Ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω μᾶλλον κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχομένους (σσ. τοὺς πιστούς), ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, θὰ κατέφευγε σὲ τέτοιες δικαιολογίες γιὰ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες, παρά οἱ προεστῶτες γιὰ τὶς εὐθύνες ποὺ ἔχουν ἔναντι τῶν ἄλλων. Γιατὶ συμβαίνει αὐτό; Ὁ ἀναλαβὼν τὴν εὐθύνη νὰ ἐπανορθώνει τὰ λάθη ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι ἕνεκα ἀγνοίας καὶ νὰ προμηνύει τὸν ἐπερχόμενο πόλεμο τοῦ διαβόλου, δὲν θὰ μπορέσει νὰ προβάλει τὴν ἄγνοια, οὔτε νὰ προφασισθεῖ, "Δὲν ἄκουσα τὴ σάλπιγγα, δὲν προέβλεψα τὸν πόλεμο". Ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κάθισε, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ σαλπίζει στοὺς ἄλλους καὶ νὰ προμηνύει τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν. Γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τιμωρία, ἔστω καὶ ἂν ἕνας εἶναι ὁ ἀπολωλώς. Ἂν ἐνῶ ἡ ρομφαία προελαύνει καὶ δὲν σαλπίσει στὸν λαό, οὔτε σημάνει, λέγει, τὸν συναγερμὸ ὁ σκοπὸς καὶ ἔλθει ἡ ρομφαία καὶ λάβει τὴν ψυχή, αὐτὴ θὰ ἔχει ληφθεῖ γιὰ τὶς ἄνομες πράξεις της, ὅμως τὸ αἷμα της θὰ τὸ ζητήσω ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ σκοποῦ» (Λόγος ἕκτος περὶ ἱερωσύνης).
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν δικαιολογία γιὰ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τοὺς δόθηκε τέτοια ἐξουσία. Δὲν ἰσχύει ἡ ἄγνοια, ἡ φοβία, ὁ δισταγμός. Ὅπως ἡ ἐξουσία ἔτσι καὶ ἡ εὐθύνη. Ὅποιος δὲν βροντήξει τὴν σάλπιγγα θὰ δώσει λόγο. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ἐμεῖς οἱ πιστοί, ποιά σάλπιγγα ἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἐκτὸς λίγων —μετρημένων στὰ δάκτυλα— ἐξαιρέσεων, ποιός συναγερμὸς σήμανε ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες συνάξεις καὶ κάποια συνέδρια ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ γιὰ πόλεμο πίστεως μᾶς προετοίμασαν καὶ σιγὰ σιγὰ ἔχουν καταντήσει γραφικὰ καὶ τραγελαφικά. Καὶ ἂν γιὰ τὸν ἕνα ἀπολωλότα ὑπάρχει τέτοια τρομερὴ εὐθύνη καὶ τιμωρία, ποιά θὰ εἶναι γιὰ τὰ ἑκατομμύρια πιστῶν ποὺ χάνονται στὴν αἵρεση;
Ὁ Ἅγ. Ἰσίδωρος ποὺ πῆρε τὴν πνευματικὴ σκυτάλη ἀπὸ τὸν Ἁγ. Ἰωάννη, τὸν ὁποῖο τιμοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν μιμήθηκε, προχωρεῖ περισσότερο στηλιτεύοντας ἀκόμα πιὸ πολλὰ σημεῖα ποὺ δυσκολεύουν τὸν ἀγῶνα ἐνάντια στὴν αἵρεση καὶ διασποῦν τὴν ἑνότητα: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ὁμόνοια ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο διακύβευμα ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν πρέπει νὰ δίνουμε σὲ κανένα ἀφορμὴ πολέμου καὶ μάχης (P.G. 78, 401). Πρέπει νὰ ἐκστρατεύουμε ὅλοι μαζὶ ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ κι ὄχι νὰ ὁπλιζόμαστε μὲ αὐτὸν ἐναντίον ἀλλήλων γιατὶ τότε θὰ χαθοῦν καὶ τὰ δύο μέρη (P.G. 78, 1261). Ἐπειδὴ ἔγραψες γιατὶ δὲν εἶπε ὁ Παῦλος "νὰ εἰρηνεύετε μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους" ἀλλὰ ἂν εἶναι δυνατόν (σσ. νὰ εἰρηνεύετε), ἀπαντῶ: Ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ μὴν εἶναι δυνατόν, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα εὐσεβείας, σωφροσύνης καὶ γενικὰ γιὰ ὅλες τὶς ἀρετές. Διότι πῶς θὰ εἰρηνεύσει ὁ εὐσεβὴς μὲ τὸν ἀσεβή, ὁ δίκαιος μὲ τὸν ἄδικο, ὁ σώφρων μὲ τὸν λάγνο, ποὺ δὲν διαφθείρει μόνο τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους;» (P.G. 78, 1469).
Ὁ ἱερέας λοιπὸν πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια καὶ μόνον αὐτήν, χωρὶς νὰ εἶναι ὑποταγμένος στὴν κολακεία καὶ στὸν φόβο. Ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη μὲ ὅποιον βλάπτει ἢ παραχαράσσει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ ὁδηγεῖ στὸν γκρεμὸ τῆς ἀπωλείας ἀδελφούς του χριστιανούς. Ἡ ἀληθινὴ ὁμόνοια ἐπιτυγχάνεται ὅταν οἱ ὁμονονοῦντες  συμφωνοῦν λόγοις καὶ ἔργοις στὰ θέματα τῆς Πίστεως. Ἀντιθέτως οἱ Ἅγιοι μᾶς συμβουλεύουν νὰ μὴν ζητοῦμε μία ὁμόνοια, ποὺ δὲν τηρεῖ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Τὴν εὐθύνη γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουν κατὰ κύριο λόγο οἱ ἱερεῖς (πάντα κατὰ τοὺς Ἁγίους).
«΄Εγγυητὲς καὶ μάρτυρες εἶναι οἱ Ἅγιοι Πάντες, τοὺς ὁποίους κατατόξευσαν τόσες πολλὲς νιφάδες πειρασμῶν (P.G. 78, 1469). Γιατί καταφεύγεις σὲ πολλοὺς ἐκτὸς στὸν Ἕνα; Γιατί κολακεύεις πολλούς, ἐνῶ ἀντιμάχεσαι τὸν Ἕνα; Γιατί καλεῖς σὲ συμμαχία τοὺς ἀσθενεῖς ἐνῶ πρέπει νὰ καταφεύγεις στὴν ἀήττητη δεξιὰ τοῦ Ἑνὸς καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τοὺς πειρασμούς;» (P.G. 78, 1469). Εἶναι καλὸ μὲν  πρὶν ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ ζωστοῦμε τὴν ζώνη καὶ νὰ διακονοῦμε τὸν Θεό, καὶ νὰ χτυποῦμε τὶς ἐχθρικὲς φάλαγγες μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ νὰ μὴν ραθυμοῦμε καὶ νὰ ὑποκύπτουμε στοὺς ἐχθρούς μας» (P.G. 78, 325). Διότι ἀληθινὴ νίκη δὲν σημαίνει νὰ νικήσεις ἀμέσως ἀλλὰ νὰ μὴν ξεφύγεις καὶ πέσεις ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια» (P.G. 78, 1549). «Τἰ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἰεζεκιήλ; ”Ἐὰν ὅμως σὺ διαμαρτυρηθεῖς καὶ ἐντόνως προτρέψεις τὸν ἄνομον αὐτόν, νὰ παύσει πλέον νὰ ἁμαρτάνει, αὐτὸς ὅμως δὲν ἀλλάξει, τότε αὐτὸς θὰ πεθάνει στὴν ἀνομία του ἐσὺ ὅμως θα γλυτώσης την ψυχή σου”. Διότι ἐὰν σιωπᾶς καὶ δὲν διαμαρτυρηθεῖς ἔντονα, τότε κοινωνεῖς μὲ ἐκεῖνον στὴν ἁμαρτία (P.G. 78, 1504).
Ἀποτελεῖ ἀπαύγασμα πνευματικῆς νουθεσίας καὶ ρητορικῆς, πῶς ὁ Ἅγιος κονιορτοποιεῖ τὶς ἀντιπατερικὲς γνῶμες αὐτῶν ποὺ γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦν ἐνάντια στὴν αἵρεση χρειάζονται πλήθη, ἀναζητοῦν συμμαχίες, ἀνεξαρτήτου ἤθους ἢ στάσεως ἢ γρήγορες νίκες: Ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸ δίπλα του δὲν χρειάζεται ἄλλους συναγωνιστὲς καὶ μάλιστα ἀσθενεῖς. Νίκη δὲν εἶναι ἡ ἧττα τῶν αἱρετικῶν, διότι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μὴν τὴν βιώσουμε. Νίκη εἶναι, ὅτι ἐμεῖς δὲν ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς εὐσέβειας, τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ στὰ παραπάνω εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ Ἁγίου τοῦ Κανόνος «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ...». Ὅποιος κοινωνεῖ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία τῆς κακοδοξίας καὶ αἱρέσεως (διότι ἂν μιλοῦσε γιὰ τὴν φυσική μας ἁμαρτία, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ κοινωνοῦμε μεταξύ μας) καταδικάζεται κι αὐτὸς ὡς ἁμαρτωλός. Ἡ μαχητικότητα καὶ ἡ ἀγωνιστικὴ παρρησία πιστοποιοῦν λοιπὸν τὸν ἀληθινὸ ποιμένα. Μία μαχητικότητα ποὺ ἔχοντας πρότυπο τὸν Ἕνα Ποιμένα, πρέπει νὰ φτάνει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν αὐτοθυσία, γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ποιμνίου Του.
Πόσο ἄφοβος ἦταν ὁ Ἅγιος; Ἂς τὸν ἀκούσουμε καὶ ἂς παραδειγματιστοῦμε: «Πολλοί, ὦ ἄθλιε Ζώσιμε (σσ. ὁ Ἅγιος εἶχε πολλὲς φορὲς προσπαθήσει νὰ τὸν συνετίσει, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἄλλαξε), ἔγιναν πρὶν ἀπὸ σένα ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοί, μήτε τον Θεὸν φοβούμενοι, μήτε βίου χρηστοῦ ἐπιμελούμενοι, ἀλλὰ ἐσὺ τοὺς ξεπέρασες ὅλους, ἔγινες ἡ κορυφή, ἄπιστο καὶ ἀμίμητο παράδειγμα. Διότι ἐκεῖνοι εἶχαν καὶ κάποιες ἀρετές, ἐσὺ ὅμως δόθηκες στὴν κακία καὶ στὶς ἡδονές καὶ ξανακήρυξες πόλεμο στὴν ἀρετή. Κατήντησες γιὰ ὅλους κωμωδία, γιὰ γέλια καὶ σκάνδαλο. Βλέποντάς σε (σσ. τὸ ποίμνιο) νὰ πιάνεις μὲ τὰ μιαρά σου χέρια τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀποπηδοῦν προτιμώντας νὰ μείνουν ἀμύητοι παρὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὰ βρώμικά σου χέρια τὰ ἄχραντα Μυστήρια...» (P.G. 78, 1644). «Ἐγὼ θεωρῶ ἐχθρὸ τῆς ἀρετῆς αὐτὸν ποὺ συμπράττει μὲ τὸν διάβολο, ποὺ σπέρνει ζιζάνια κατὰ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸν βλέπω ἀκόμα καὶ ἂν μὲ ἀπειλήσει μὲ χίλιους θανάτους» (P.G. 78, 1640). «Ἐγὼ καταφρονῶ κάθε κίνδυνο ὑπὲρ τοῦ πολέμου ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ θὰ μποροῦσα νὰ σταματήσω ὅλα τ’ ἄλλα μόνο γιὰ νὰ τὸν πολεμῶ καὶ νὰ τὸν χτυπῶ» (P.G. 78, 401).
Τὸ ποίμνιο λέει ὁ Ἅγιος, βλέποντάς σε νὰ πιάνεις μὲ τὰ μιαρά σου χέρια τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀποπηδοῦν προτιμώντας νὰ μείνουν ἀμύητοι παρὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὰ βρώμικά σου χέρια τὰ ἄχραντα Μυστήρια... Ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Ἅγιος, τί πιστεύουμε, θὰ μιλοῦσε ἀλλιῶς; Αὐτὸς ποὺ δὲν φοβήθηκε αὐτοκράτορες καὶ αἱρετικοὺς θὰ φοβόταν νὰ συμβούλευε τὸ ποίμνιο νὰ μὴν ἀποπηδήσει; Δὲν τὸ συμβούλεψε ὅμως καὶ δὲν τὸ συμβουλεύει, διότι αὐτὴ ἡ ἀποπήδηση ἀπὸ τὸν ψευδοποιμένα (ὡς ἀπὸ ὄφεως λέει ὁ Μ. Φώτιος) εἶναι ἡ μόνη λύση σωτηρίας γιὰ τὸ ποίμνιο. Σὰν ἀληθινὸς ποιμένας ποὺ ἦταν ὁ Ἅγιος τὸ γνώριζε καὶ δὲν ἔκανε κανέναν συμβιβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὅλα θὰ τὰ σταματοῦσε γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση.
Λέμε συνέχεια, ὅτι τιμὴ Ἁγίων, μίμησις Ἁγίων. Ποιός σύγχρονος ἱερέας, ἐπίσκοπος, πρωτοπρεσβύτερος, πρεσβύτερος, διάκονος, ἡγούμενος, ἱερομόναχος, μοναχός, ἐκτὸς κάποιων ἐλαχίστων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, μίλησε ποτὲ καὶ ἔπραξε καὶ θυσίαστηκε, ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ὅπως οἱ δύο παραπάνω Ἅγιοι; Ποιὸς προέβαλε τὸ κορμί του γιὰ αὐτὸν τὸν ναί πλανεμένο, ναί ἀκατήχητο, ναὶ δειλό ἀλλὰ καὶ πονεμένο, ἐγκαταλελειμμένο, προδομένο λαὸ τοῦ Θεοῦ; Οἰκογένειες χωρίζουν γιὰ θέματα πίστεως, συγγένειες διαλύονται γιὰ θέματα πίστεως, φιλίες ἀκυρώνονται γιὰ θέματα πίστεως, ἄνθρωποι ὑβρίζονται καὶ σπιλώνονται ἐπειδὴ λένε καὶ ζητοῦν τὰ αὐτονόητα γιὰ θέματα πίστεως καὶ οἱ ὑποτιθέμενοι ἀντιοικουμενιστὲς ἢ οἱ νεωτεριστικὰ ἀπαράδεκτα ὀνομαζόμενοι «παραδοσιακοί» ἱερεῖς, βγάζουν λόγους γεμάτους τέχνη καὶ γνώσεις ἀλλὰ χωρὶς πρακτικὸ ἀντίκρυσμα. Εὐσεβολογοῦν καὶ παράλληλα ἀσεβοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν ἄλλων καὶ ξεχνοῦν τὰ δικά τους τρομερὰ καθήκοντα, πολεμοῦν καὶ παράλληλα συμμαχοῦν, καταδεικνύουν καὶ παράλληλα κοινωνοῦν, ἐπιζητοῦν μαρτύριο καὶ παράλληλα τιμές, μιλοῦν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ περιορίζονται στὴν ἀσφάλεια τῆς ἑκάστοτε ἐνορίας, χαρτοπολεμοῦν καὶ παράλληλα πάλι χαρτοπολεμοῦν.
Δὲν εἶναι κακία, οὔτε εὐφυολογήματα αὐτὰ ποὺ γράφω. Εἶναι κραυγὴ ἀγωνίας καὶ ἀνάγκης, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πιστοὺς λαϊκοὺς καὶ τὴν κοινὴ ἐμπειρία, διότι ἀναζητοῦμε καὶ χρειαζόμαστε ποιμένες, ἀλλὰ ἀληθινοὺς ποιμένες. Χρειαζόμαστε ὁμόνοια ἀλλὰ ἀληθινὴ ὁμόνοια ἐν τῇ πίστει καὶ τῷ φρόνημᾳ. Χρειαζόμαστε μαχητὲς τῆς πίστεως κι ἂν ποτὲ στρατηγούς, ἀλλὰ τέτοιους ποὺ ὡς ἄλλοι Ἀλέξανδροι, στὴν πρώτη γραμμή, δὲν θὰ πιοῦν στὴν κάψα τῆς ἐρήμου τὸ λιγοστὸ νερὸ μέσα στὸ κράνος, διότι τὸ στράτευμα διψάει κι αὐτὸ καὶ τὸ νερὸ δὲν φθάνει. Χρειαζόμαστε ποιμένες ποὺ νὰ ἀναλαμβάνουν τὶς εὐθύνες τους, μιᾶς καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς τὶς ἄφησαν στὸ δρόμο.
Καλὴ κι εὐλογημένη χρονιά γιὰ ὅλους!
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου